συνεργατικός

συνεργατικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη συνεργασία και τους συνεργάτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεργατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη συνεργασία 2. το θηλ. ως ουσ. η συνεργατική συνεταιρισμός ατόμων που επιτελούν κοινό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο] …   Dictionary of Greek

  • συνεργής — ές, Α συνεργατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εργής (< ἔργον*), πρβλ. εὐ εργής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”